-
1 συν-αλλαγή
συν-αλλαγή, ἡ, Austausch, Vertauschung; daher – a) Ausgleichung, Versöhnung; λήγει ἔρις δραμοῦσα τοῠ προσωτάτω ἀνδρῶν γερόντων ἐν ξυναλλαγῇ λόγου, Soph. Ai. 719; vgl. Eur. Suppl. 602; Thuc. 3, 82. 4, 20; ἐκ συναλλαγῆς, Xen. Cyr. 3, 1, 40. – b) Verkehr und Umgang übh.; λέκτρων ἀϑίκτων ἦλϑες ἐς συναλλαγάς, Eur. Hipp. 652; bes. Handelsverkehr. Bei Soph. O. R. 34, ἔν τε δαιμόνων ξυναλλαγαῖς, sind von den Göttern verhängte Schickungen, Schicksalswechsel gemeint, vgl. ποίας φανείσης ξυναλλαγῆς O. C. 411, nach welcher Fügung, Schickung; νόσου ξυναλλαγῇ, O. R. 960; Trach. 842.
См. также в других словарях:
συναλλαγή — η, ΝΜΑ [συναλλάσσω] νεοελλ. 1. (οικον.) ανταλλαγή πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο συμφέρον, η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται είδος με είδος και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη μεσολάβηση χρήματος 2. αθέμιτη παροχή… … Dictionary of Greek